- ξενοφόνος
- ξενοφόνος, ιων. τ. ξεινοφόνος, -ον (Α)1. αυτός που φονεύει τους ξένους2. φρ. «ξενοφόνοι τιμαί» — τιμές που αποδίδονταν σε όσους φόνευαν ξένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ξεῖνος + -φόνος (< φόνος < θείνω*), πρβλ. θηρο-φόνος].
Dictionary of Greek. 2013.